λίθος

λίθος
λίθος [ῐ], ου, o( (v. infr. 11),
A stone, Hom., etc.; esp. of the stones thrown by warriors, τρηχὺς λ., λ. ὀκριόεις, Il.5.308, 8.327; also, stonequoit, Od.8.190;

ἑλέσθαι . . ἐκ γαίας λίθον A.Fr.199.4

; of building- stones,

λίθοι βασιλικοί PSI4.423.28

, PCair.Zen.499.20 (both iii B.C.): prov.,

ἐν παντὶ γάρ τοι σκορπίος φρουρεῖ λίθῳ S.Fr.37

; λίθον ἕψειν 'to lose one's labour', Ar.V.280; also of stupid persons, 'blockheads',

λίθοι Id.Nu.1202

, cf. Thgn.568, Pl.Hp.Ma.292d, Gal.9.656; λ. τις, ou) dou/lh Herod.6.4; προσηγορεύθη διὰ τὸ μὴ φρονεῖν λ., of Niobe, Philem.101;

ὥσπερ λίθον ζῆν Pl.Grg.494a

sq.; λίθῳ λαλεῖς prov. of ἀναίσθητοι, Macar.5.61.
2 stone as a substance, opp. wood, flesh, etc.,

ἐπεὶ οὔ σφι λ. χρὼς οὐδὲ σίδηρος Il.4.510

; λαοὺς δὲ λίθους ποίησε turned into stone, petrified, 24.611, cf. Pl.Smp.198c; so [

νῆα] θεῖναι λ. Od.13.156

; as an emblem of hard-heartedness,

σοὶ δ' αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο 23.103

, cf. Theoc.3.18.
II λίθος, , twice in Hom., Il.12.287, Od.19.494, just like masc., also in Theoc.7.26, Bion Fr.1.2: later mostly of some special stone, as the magnet is called Μαγνῆτις λ. by E.Fr.567 (but ἡ λίθος simply in Democr.11k, Arist.Ph. 267a2, cf. v.l. de An.405a20); also Λυδία λ. by S.Fr.800 (but in B.Fr. 10 J. Λυδία λ. = touchstone); Ἡρακλεία λ. by Pl.Ion533d, Epicur.Fr. 293; so of a touchstone, Pl.Grg.486d; ἡ διαφανὴς λ. a piece of crystal used for a burning-glass, Ar.Nu.767, cf. Luc.Alex.21; χυτὴ λ. was perh. a kind of glass, and so an older name for ὕαλος, Epin.1.8 (the same thing as the ἀρτήματα λίθινα χυτά in Hdt.2.69; cf.

τὴν ὕαλον . . ὅσα τε λίθων χυτὰ εἴδη καλεῖται Pl.Ti.61c

); λ. = precious stone is fem. in Hp.Nat.Mul.99, IG22.1421.92, 1460.21, but masc. in Hdt.2.44, etc.; in the sense of marble mostly masc.,

λευκὸς λ. Id.4.87

(simply

λίθος 1.164

), S.Fr.330 (λευκοὶ λ. is opp.

πέτρινοι λ. Supp.Epigr.4.446.8

([place name] Didyma));

Πάριος λ. Pi.N.4.81

, Hdt.3.57;

Ταινάριος λ. Str.8.5.7

; λ. Θάσιος, Αἰγύπτιος, etc., Paus.1.18.6, etc.;

κογχίτης Id.1.44.6

;

κογχυλιάτης X.An.3.4.10

; but

Παρία λ. Theoc.6.38

, Luc.Am.13; cf. λυχνίας, -ίτης; πώρινος λ. tufa, Hdt.5.62.
2 collectively, πέφυκε λίθος . . ἄφθονος, ἐξ οὗ . . X.Vect.1.4.
III grave-stone (fem.), Call.Epigr.8.1.
IV at Athens, λίθος, , was a name for various blocks of stone used for rostra or platforms, as,
1 the βῆμα (q.v.) of the Pnyx, Ar.Ach.683, Pax 680, Ec.87.
2 another in the ἀγορά used by the κήρυκες, Plu.Sol.8; prob. the same as ὁ πρατὴρ λ., on which the auctioneer stood when selling slaves, etc., Poll.3.78, cf. 126.
3 an altar in the ἀγορά, at which the Thesmothetae, arbitrators, and witnesses took their oaths, Philoch.65, D.54.26 (restored from Harp. s.v. λίθος), Arist.Ath.7.1, 55.5, Plu.Sol.25; cf. λιθωμότης.
4 two stones on which litigants stood in the Areopagus, Paus.1.28.5.
V piece on a draughtboard, Alc.82, Theoc. 6.18, cf.

γραμμή 111.1

: hence pron.,

πάντα λίθον κινεῖν Zen.5.63

(who explains it differently).
VI Medic., stone in the bladder, calculus, Arist.HA519b19, Hp.Morb.4.55, al.
VII Δία λίθον ὀμνύναι, = Lat. Jovem lapidem jurare, Plb.3.25.6.
VIII λίθοι χαλάζης hail- stones, LXX Jo.10.11.
IX λ. ὁ οὐ λ. the philosophers' stone, Zos. Alch.p.122 B.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λίθος — stone masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και …   Dictionary of Greek

  • λίθος — ο 1. πέτρα: Ο δρόμος ήταν γεμάτος λίθους. 2. πολύτιμη πέτρα: Ασχολείται με εμπόριο πολύτιμων λίθων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Λίθος κυλιόμενος φῦκος οὐ ποιεῖ. — См. Камень лежа мохом обростает …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Λίθος, οὐκ ἄνθρωπός ἐστι. — См. Камень …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Λίθος — μήτε ὧτα μήτ’ ἐγκέφαλον ἔχων. — См. Камень …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κογχυλιάτης λίθος — Ασβεστολιθικό πέτρωμα θαλάσσιας φάσης το οποίο αποτελείται από κελύφη κυρίως μαλακίων (ελασματοβραγχίων και γαστεροπόδων), τα οποία έχουν συγκολληθεί ισχυρά με ορυκτή κόλλα ασβεστίτη. Η όψη του είναι πολύ πορώδης, ενώ, εξεταζόμενος μακροσκοπικά,… …   Dictionary of Greek

  • ατράγιος λίθος — Είδος πολύχρωμου θεσσαλικού μαρμάρου μεγάλης σκληρότητας, από το οποίο κατασκευάστηκαν οι μονοκόμματες κολόνες της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη. Το μάρμαρο εξορύσσεται κοντά στο χωριό Χασάμπαλη, στον νομό Λαρίσης …   Dictionary of Greek

  • κροκεάτης λίθος — Έκχυτο ηφαιστειακό πέτρωμα, της ομάδας των πορφυριτών. Τα κύρια ορυκτολογικά συστατικά του είναι πλαγιόκλαστο, μοσχοβίτης, αμφίβολοι και πυρόξενοι. Ο κ.λ. ήταν γνωστός και στην αρχαιότητα ως διακοσμητικό υλικό ανακτόρων, ναών, λουτρών κλπ.… …   Dictionary of Greek

  • λυδία λίθος — Μαύρη και λεία πέτρα πυριτικής σύστασης. Χρησιμοποιείται από την αρχαιότητα για τον έλεγχο της περιεκτικότητας σε χρυσό των κοσμημάτων ή άλλων αντικειμένων. Αποτελεί μια ποικιλία ίασπι, που βρισκόταν σε αφθονία στην αρχαία Λυδία, απ’ όπου προήλθε …   Dictionary of Greek

  • Ναξία λίθος — Πολύ σκληρή πέτρα, που χρησιμοποιείτο ως ακονόπετρα. Αναφέρεται από πολλούς συγγραφείς και ιδιαίτερα από τον Πίνδαρο ως Ναξία ακόνα. Υποτίθεται πως η πέτρα αυτή υπήρχε στη νήσο Νάξο, αλλά αξιόπιστες πηγές αναφέρουν ότι προερχόταν από την αρχαία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”